Γράφει η
Μαρία Χανιώτου
Συγγραφέας - Ηθοποιός
Η Μελίνα με ένα σακούλι στη πλάτη, το παγούρι στο χέρι, κεφάλι σκυφτό, βήματα βιαστικά, ανάσα ακόμα πιο βαριά από την ψυχή της πήγαινε. Ήξερε πού πήγαινε . Άφησε τα βουνά των Λευκών. Ανέβαινε με μανία
σχεδόν το καλντερίμι. Έφτασε ψηλά στη Λαγκάδα. Κουτρουβάλησε τις πέτρες και άρχισε να κατηφορίζει. Τα πουρνάρια την ξέσκιζαν, τα φρύγανα την τσιμπούσαν, δεν έδινε σημασία στις ομορφιές της φύσης γιατί ήταν αλλού. Έβλεπε ένα πλοίο να οργώνει την θάλασσα πέρα μακριά, αλλά γρήγορα γύρισε το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά. Είχε αποφασίσει. Θα χωνόταν στου Καλαμπάκα την σπηλιά. Όχι σε μοναστήρι. Δεν ήταν η ψυχή της για μοναστήρι. Μα δεν ήταν και για τον κόσμο. Τον βαρέθηκε. Όλους τους βαρέθηκε. Τους ψεύτες, τους ραδιούργους, τους μικρόψυχους, τους καιροσκόπους, τους υποκριτές, όλους μα όλους. Απογοήτευση, πίκρα, βαθιά λαβωματιά της κατάφεραν οι άνθρωποι.
σχεδόν το καλντερίμι. Έφτασε ψηλά στη Λαγκάδα. Κουτρουβάλησε τις πέτρες και άρχισε να κατηφορίζει. Τα πουρνάρια την ξέσκιζαν, τα φρύγανα την τσιμπούσαν, δεν έδινε σημασία στις ομορφιές της φύσης γιατί ήταν αλλού. Έβλεπε ένα πλοίο να οργώνει την θάλασσα πέρα μακριά, αλλά γρήγορα γύρισε το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά. Είχε αποφασίσει. Θα χωνόταν στου Καλαμπάκα την σπηλιά. Όχι σε μοναστήρι. Δεν ήταν η ψυχή της για μοναστήρι. Μα δεν ήταν και για τον κόσμο. Τον βαρέθηκε. Όλους τους βαρέθηκε. Τους ψεύτες, τους ραδιούργους, τους μικρόψυχους, τους καιροσκόπους, τους υποκριτές, όλους μα όλους. Απογοήτευση, πίκρα, βαθιά λαβωματιά της κατάφεραν οι άνθρωποι.
Θα κρυβόταν με τον διάβολο στη σπηλιά του. Ήξερε πως εκεί ήταν πολλοί τιμωρημένοι από Θεϊκό χέρι. Τι είχε να φοβηθεί. Τρόμαξε τόσο πολύ από τους ανθρώπους που πια δεν είχε να φοβηθεί τους σατανάδες. Μπορεί να ερχόταν να την πειράξουν, αλλά έτσι όπως θα την έβλεπαν εξαϋλωμένη, θα την άφηναν στην ησυχία της. Γιατί δεν θα είχε αντοχές να αμυνθεί και εκείνοι θέλουν να παίξουν με δυνατούς, να τους πονέσουν. Η Μελίνα δεν ήταν πλέον δυνατή, ένα κουφάρι που σερνόταν, χωρίς ψυχή.
Η σκοτεινή σπηλιά θα την φιλοξενούσε για τόσο όσο, να περάσει η σκοτοδίνη της. Αν περνούσε…. διαφορετικά εκεί θα άφηνε τη τελευταία της πνοή. Ο αέρας πολεμούσε πάνω στο κρανίο της. Ήθελε να της ξεριζώσει τα μαλλιά, να της βγάλει τα μάτια. Τίποτα δεν την ενδιέφερε, προχωρούσε και όλο προχωρούσε. Φάνηκε ο τρούλος του Αγίου Γεωργίου. Δεν σήκωσε το χέρι να κάνει τον σταυρό της όπως συνήθιζε. Έχασε την πίστη της. Τα έχασε όλα. Έφτανε στη σπηλιά. Δεν φαινόταν το άνοιγμα. Έπρεπε να συρθεί με την κοιλιά να μπει. Θα το έκανε και αυτό, όσο κι αν ήξερε πως θα διέσχιζε ένα μικρό σκοτεινό διάδρομο με όλα τα ζωύφια να ξεπηδάνε από το χώμα και να της τσιμπολογάνε τα χέρια. Στο μέρος της καρδιάς πονούσε από τους δυνατούς χτύπους. Πονούσε και για τα τόσα που της δάγκωσαν την ευαίσθητη ψυχή. Αφύλαχτη την άφησε και την καταμάτωσαν. Άφησε τον κόσμο έξω. Είχε πάρει την απόφαση να μείνει μόνη στη σκοτεινή σπηλιά. Δεν ήθελε κανένα. Όλοι είχαν μερτικό για αυτή την ετυμηγορία.
Σύρθηκε, μπήκε. Αναμέτρηση με τον διάβολο.
Έπεσε στο χώμα. Ένα κουβερτάκι είχε πάρει μαζί της και αυτό την τελευταία στιγμή το άρπαξε, μια και το πήρε η ματιά της πάνω στο καναπέ που ξάπλωνε ο καλό της. Ο καλός της! Πικρό το χαμόγελο. Προσπέρασε την σκέψη του. Τώρα πια θα επέβαλε στον εαυτό της να ξεχάσει. Τους πάντες και τα πάντα. Υγρό το χώμα που έγειρε. Οι νυχτερίδες άρχισαν να φτεροκοπούν αναγνωριστικά πάνω της. Ποια ήταν η καινούργια εισβολέας στη σπηλιά τους! Έτοιμη τροφή. Μια δυνατή δαγκωνιά στο ακάλυπτο σημείο του προσώπου της. Δεν έδωσε σημασία η Μελίνα. Ακόμα και όταν ένιωσε το αίμα να κυλά. Πόσο πόνο να της προσφέρει μια δαγκωματιά νυχτερίδας! Κοιμήθηκε βαριά. Δεν κατάλαβε τα τρωκτικά που την παρακολουθούσαν γύρω της. Τρελό χορό είχαν στήσει οι κατσαρίδες, αράχνες και όλα τα νυχτόβια. Και οι δαιμόνοι. Βάλθηκαν να την πειράξουν, αλλά τούτοι το μετάνιωσαν.
Με στραμπουλιγμένο σβέρκο άνοιξε τα μάτια και βάλθηκε να κατανοήσει που βρέθηκε. Εκεί που η ίδια αποφάσισε. Τα μερόνυχτα πια δεν καταλάβαινε πως περνούσαν. Όμοια και απαράλλαχτα. Συνήθισαν τα μάτια της το σκοτάδι, τραγάνιζε τα παξιμάδια που είχε μαζί της και έπινε νερό από το παγούρι της.
«Κοντεύουν να τελειώσουν» μουρμούρισε. Δυσανασχέτησε στη σκέψη πως θα ήταν υποχρεωμένη να βγει προς αναζήτηση τροφής. Τροφής; Μα εκείνη δεν ήταν που δεν την ενδιέφερε η ζωή, τώρα γιατί αναζητά τροφή!
Σηκώθηκε και άρχισε κύκλους στην σπηλιά. Μέχρι εκεί που φωτιζόταν από το μικρό άνοιγμά της. Σταλακτίτες και σταλαγμίτες άσπριζαν στον χώρο. Το χέρι της ακούμπησε τις στάλες. Το έφερε στο στόμα. Αλμυρό. Αέναη η φύση δημιουργεί. Αναλογίστηκε τα χιλιάδες χρόνια που χρειάζονται για να σχηματιστούν! Και εκείνη μια στάλα της φύσης. Λαβωμένη, ταλαιπωρημένη, βαλαντωμένη, με ψεύτικες χαρές αναλώθηκε. Πέρασε μια ζωή με παραμύθια.
Ένας ήχος την απέσπασε από τις σκέψεις της. Κινήθηκε προς το άνοιγμα. Και τότε ακούστηκε καθαρότερα. Ένα πονεμένο βέλασμα. Ξεχώρισε ένα αρνάκι, να προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του. Έτρεξε κοντά του.
«Καρδούλα μου τι έπαθες; Εσύ φοβάσαι εμένα; Έλα μου εδώ» μουρμούρισε και το σήκωσε αγκαλιά. Εκείνο παραδόθηκε. Λούφαξε στο κόρφο της ,αφήνοντας πότε – πότε ένα βογκητό.
« Και εσύ κλαις; Όχου μη κλαις. Για να δω καλύτερα; Να πάρει δεν βλέπω μέσα στα σκοτάδια!» Κάτι ζεστό συνέχιζε να κυλάει πάνω της. ψαχούλεψε το κορμάκι του. Τότε το ένιωσε. Μια ματωμένη περιοχή στα πίσω πόδια του. «Τι να κάνω τώρα μικρό μου;» Κάθισε κάτω έτοιμη να βάλει τα κλάματα, έτσι ανήμπορη που στεκόταν μπροστά σε μια ύπαρξη πληγωμένη. Έδεσε με το φουλάρι της την πληγή. «Αν έχεις τύχη θα ζήσεις» του ψιθύρισε στο αυτί και ξάπλωσε, έχοντας πάνω της το τετράποδο φιλαράκι της. Γλύκανε η καρδιά της. Κοιμήθηκε χωρίς εφιάλτες για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Την νανούρισε το χτύπημα της καρδιάς ενός ζώου. Ξέχασε από πότε είχε να την νανουρίσει η καρδιά ενός ανθρώπου.
Πρωινές ώρες θα ήταν όταν το προβατάκι θέλησε να βγει. Το ακολούθησε μέχρι το άνοιγμα να το αποχαιρετήσει. Κοντοστάθηκε εκείνο, δεν μπορούσε να περπατήσει καλά. Έμεινε δισταχτικό και διχασμένο, όμως η πείνα, η δίψα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης το έσπρωχνε να φύγει και ας κούτσαινε. Πάνω στον βράχο ένας άντρας το καλούσε.
Το φως της πόνεσε τα μάτια. Έστριψε και μπήκε πάλι στον υγρό τάφο της. Η μυρωδιά από την υγρασία της χτύπησε στη μύτη. Με γρήγορα βήματα έφτασε πάλι ως έξω, έρποντας έφτασε στο άνοιγμα. Όλο το βουνό ακόμα και τα φρύγανα είχαν ανθάκια πάνω τους, το θυμάρι, η φασκομηλιά, όλα προσπαθούσαν με όποιο τρόπο διέθεταν να επιβιώσουν πάνω στο κορφοβούνι που τους έριξε η μοίρα τους. Δάκρυσε από συγκίνηση. Η φύση της έστελνε μηνύματα. Ο κότσυφας κελαηδούσε πάνω σε μια μυρτιά. Άγγελοι της φώναζαν, να γυρίσει στη γη. «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα Μελίνα. Πρέπει να γυρίσεις. Η ζωή σε περιμένει». Οι μνήμες την πονούσαν, από την άλλη η ζωή την καλούσε. Η φύση της έστελνε ευωδιές και το αγέρι χαιρετίσματα. Τίποτα. Τα απαρνήθηκε πάλι. Σύρθηκε ακόμα πιο βαθιά στη σπηλιά της.
Και τότε τον είδε. Απρόσκλητος στεκόταν μπροστά της. Έμεινε να κοιτάζει στο ημίφως την αντρική παρουσία. «Αυτό ήταν. Άρχισαν οι παραισθήσεις» μολόγησε.
«Θέλετε λίγο φρέσκο ψωμί; Ζύμωσα πρωί –πρωί».
«Ζυμώσατε;» γέλασε αυθόρμητα η Μελίνα.
«Ναι. Είσαστε τυχερή. Σήμερα ζύμωσα. Κάθε εβδομάδα. Τέσσερις φορές τον μήνα αρκεί. Δεν χρειάζεται κάθε μέρα φρέσκο. Α! Έχω και ελιές. Θέλετε;» Χάιδευε το βλέμμα του το πρόσωπό της. Όμορφα, διακριτικά.
«Να σας αφήσω τώρα, θα φύγει το κοπάδι» είπε Και έφυγε.
Της φάνηκε πιο σκοτεινή η σπηλιά, πιο μικρή, πιο υγρή. Χωρίς να το πολυσκεφθεί γύρισε να δει τον άντρα που χανόταν στο έβγα της σπηλιάς. Διστακτικά τα βήματα. Όμως βγήκε. Τον αναζήτησε η ματιά της. Σαν άγγελος σφύριζε στα πρόβατα και εκείνα τον υπάκουαν. Το πληγωμένο ξεστράτισε από το κοπάδι και προσπαθώντας έφτασε κοντά της. Χαμογέλασε. Κάθισε πάνω στη ζεστή ξερολιθιά. Παρακολουθούσε τα χοροπηδητά των ζώων. Με όλες τις αισθήσεις της ρουφούσε τη πλάση. Εκείνος ήρθε και κάθισε κοντά της.
«Δεν θέλει πολλά ο άνθρωπος να είναι ευτυχισμένος. Εγώ τα άφησα όλα. Αρχιτέκτονας ήμουνα, η κρίση με τσάκισε. Θυμήθηκα τη γη των προγόνων μου. Με περίμενε υπομονετικά. Ήξερε πως θα γύριζα κάποια στιγμή. Εδώ βρήκα την ηρεμία μου. Όλος μου ο κόσμος αυτά τα ζώα και η φύση. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο».
Μα γιατί της τα λέει όλα αυτά; Δεν τον ρώτησε.
«Μάριος» είπε και σηκώθηκε. Περίμενε …..αν ήταν όραμα ή αληθινός. Τον είδε να ξεμακραίνει. Δεν εξαφανίστηκε. Ήταν γήινος άγγελος. Τα ξέμπλεκα μαλλιά του, η αντρική κορμοστασιά, πρόκληση στο μυαλό της. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη ζωή Μελίνα. Μη ξεφύγεις. Ότι και αν σου πλήγωσε τη ψυχή βρες το κουράγιο και προχώρα. Μην είσαι αγνώμων στο δώρο της ζωής. Διαχειρίσου το με δύναμη, σθένος και ψυχή. Η ζωή ανήκει στους δυνατούς. Την ίδια στιγμή που εσύ την απαρνιέσαι, άλλος αρπάζει την θέση του. Έρωτας είναι η ίδια ζωή. Να θυμάσαι. Τίποτα δεν μένει αμετάβλητο. Και αυτό θα περάσει. Παντού υπάρχει η ανατροπή.
Το προβατάκι στην αγκαλιά της με ένα πήδημα έτρεξε στο άντρα που χανόταν. Ότι είχε να πει ο άντρας, η φύση, τα ζώα της τα είπαν. Σειρά της να το φροντίσει σωστά. Να θρέψει την λαβωματιά με έρωτα για την ζωή. Να μη λιποτακτήσει. Δεν της ταιριάζει η ήττα. «Σήκω Μελίνα. Πέρασε η βαρυχειμωνιά» ψιθύρισε και αμέσως φώναξε «Μάριε!» Ακολούθησε τον έρωτα στη ματιά, τη ζωή. Γιατί η ζωή είναι εμείς. Άγγελοι είναι πάντα κοντά μας. Αρκεί να θέλεις να τους δεις.
Μαρία Χανιώτου 7-4-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου