Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω.
Η εμφάνιση του Πάνα στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται ν΄ ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντελήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε το χώρο του δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης)
Χαρακτηριστικός επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν.... με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, καταλήφθηκαν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) όπου και υποχώρησαν.
Ο θεός Πάν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στη τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη.
In Greek religion and mythology, Pan (Ancient Greek: Πᾶν, Pān) is the god of the wild, shepherds and flocks, nature, of mountain wilds, hunting and rustic music, and companion of the nymphs.His name originates within the Ancient Greek language, from the word paein (πάειν), meaning "to pasture. He has the hindquarters, legs, and horns of a goat, in the same manner as a faun or satyr. With his homeland in rustic Arcadia, he is recognized as the god of fields, groves, and wooded glens; because of this, Pan is connected to fertility and the season of spring. The ancient Greeks also considered Pan to be the god of theatrical criticism.
Disturbed in his secluded afternoon naps, Pan's angry shout inspired panic (panikon deima) in lonely places.Following the Titans' assault on Olympus, Pan claimed credit for the victory of the gods because he had frightened the attackers. In the Battle of Marathon (490 BC), it is said that Pan favored the Athenians and so inspired panic in the hearts of their enemies, the Persians.
One of the famous myths of Pan involves the origin of his pan flute, fashioned from lengths of hollow reed. Syrinx was a lovely water-nymph of Arcadia, daughter of Landon, the river-god.
Πηγή:βικιπέδια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου